φαγεδαινισμός

φαγεδαινισμός
ο бурно прогрессирующее изъязвление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαγεδαινισμός" в других словарях:

  • φαγεδαινισμός — ο, Ν ιατρ. η τάση ενός πάσχοντος ιστού για ανάπτυξη φαγεδαινικού έλκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagedenisme < φαγέδαινα + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • φαγεδαινισμός — ο (ιατρ.), διαβρωτική έλκωση που προχωρεί ραγδαία σε έκταση και καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγεδαίνωμα — ώματος, τὸ, Μ [φαγεδαινοῡμαι] φαγεδαινισμός …   Dictionary of Greek

  • φαγεδαίνωση — η, Ν ιατρ. φαγεδαινισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»